χεῖλος

χεῖλος
χεῖλος ([dialect] Dor. [full] χῆλος Cerc.1.5, [dialect] Aeol. [full] χέλλος Choerob. in An.Ox. 2.278), εος, τό: pl., gen.
A

χειλῶν Arist.HA492b26

;

χειλέων Herod. 3.4

, LXXPr.12.13, al., Plu.Cat.Ma.12, v.l. in D.H.Comp.14: poet. dat. χείλεσσι (v. infr.):—lip, Hom., etc.: prov., ἐγέλασσε χείλεσιν laughed with the lips only, Il.15.102; χείλεα μέν τ' ἐδίην', ὑπερῴην δ' οὐκ ἐδίηνε wetted the lips, but not the palate, i.e. drank sparingly, 22.495;

νέκταρ ἐν χείλεσσι στάξοισι Pi.P.9.63

; πειθώ τις ἐπεκάθιζεν ἐπὶ τοῖς χ., of Pericles, Eup.94.5;

χείλεσιν διδοὺς ὀδόντας E.Ba.621

(troch.); χείλεσιν ἀμφιλάλοις, of incessant talk, Ar.Ra. 678 (lyr.); δάκνων τὰ χ., of one in a difficulty, Eub.53.6;

ἄχρις ἡ ψυχή . . ἐπὶ χειλέων λειφθῇ Herod.

l.c.; ἐπὶ τοῖς χείλεσι τὰς ψυχὰς ἔχοντες 'with their hearts in their mouths', D.Chr.32.50; ἀπὸ χειλέων, opp. ἀπὸ καρδίας, Plu. l.c.;

ἀπ' ἄκρου χ. φιλοσοφεῖν

on the surface only,

Luc.Apol.6

; ἐπ' ἄκρου τοῦ χ. on the tip of one's tongue, Id.Ind.26; προσαρμόσαι τὰ χ. (sc. τῇ κύλικι) Id.DDeor.5.2; προσαρμόζειν τὰ χ., χείλη προσεγγίσαι χείλεσιν, of persons kissing, Id.DMeretr.5.3, Am.53; χείλεσιν διερρυηκόσιν with gaping lips, Ar.Nu.873;

ἐν τοῖς χ. τιμᾶν LXXIs.29.13

; ἐν χ. ἑτέρων λαλεῖν, i.e. in strange speech, 1 Ep.Cor.14.21;

χ. ἓν πάντων LXXGe.11.6

, cf. Pr.10.19.
2 of horses, X.Eq.6.8: of birds, bill, beak, E.Ion1199, Opp.H.3.247, AP9.333 (Mnasalc.).
II metaph. of things, edge, brink, rim, of a bowl,

χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράανται Od.4.616

, cf. 132;

Ἐλπὶς . . ἔμιμνε πίθου ὑπὸ χείλεσιν Hes.Op.97

, cf. Hdt.3.123
, Ar.Ach.459; of a ditch, Il.12.52, Hdt.1.179, Th.3.23; of the ocean, Mimn.11.7, cf. LXXGe.22.17;

τῶν τῆς γῆς τροχῶν Pl. Criti.115e

; of rivers, lakes, Hdt.2.70,94, Arist.HA570a22; of the whorls, Pl.R.616d, 616e; αὐλαίας, τείχους, LXXEx.26.4, Plb.10.44.11; of the womb, Arist.HA583a16; of a wound, Gal.11.127.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χεῖλος — lip neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείλος — ους, το / χεῖλος, είλους και είλεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. χέλλος Α 1. καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές τού δέρματος που αποτελούν το περίγραμμα τής στοματικής σχισμής, το χείλι και αχείλι 2. μτφ. (για πράγμ.) το ακραίο τμήμα… …   Dictionary of Greek

  • χείλος — το ους 1. χείλι: Έχει σαρκώδη χείλη. 2. κάθε άκρο ανοίγματος που χαίνει: Έφτασε στο χείλος του γκρεμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειλός — ὁ, Α βλ. χιλός …   Dictionary of Greek

  • αεροτομή — Σώμα που έχει κατάλληλο σχήμα, ώστε όταν βρίσκεται σε σχετική κίνηση ως προς τον αέρα να παράγει δύναμη κάθετη στην κίνηση (άντωση) πολύ μεγαλύτερη από την αντίσταση στην κίνηση. Η πτήση ενός αεροσκάφους εξαρτάται από τη χρησιμοποίηση α. στις… …   Dictionary of Greek

  • προσβολή — η, ΝΜΑ [προσβάλλω] έφοδος, εφόρμηση (α. «έγινε προσβολή με άρματα μάχης» β. «καὶ προσβολαὶ... ἐγίγνοντο τῶν Ἀθηναίων ἱππέων», Θουκ.) νεοελλ. 1. βλάβη τής υγείας («προσβολή τού νευρικού συστήματος») 2. υβριστική συμπεριφορά («μού έκανε μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • χείλε' — χεί̱λεα , χεῖλος lip neut nom/voc/acc pl (epic ionic) χεί̱λει , χεῖλος lip neut nom/voc/acc dual (attic epic) χεί̱λεϊ , χεῖλος lip neut dat sg (epic ionic) χεί̱λει , χεῖλος lip neut dat sg χεί̱λεε , χεῖλος lip neut nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • κεράσχειλος — κεράσχειλος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κεράσχειλοι, οἱ ἐπικαμπῆ ἔχοντες τὰ χείλη». [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + χειλος (< χεῑλος), πρβλ. λαγώ χειλος, ονό χειλος] …   Dictionary of Greek

  • κοκκινοπλουμόχειλος — κοκκινοπλουμόχειλος, η, ον (Μ) αυτός που έχει ωραία κόκκινα χείλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + * πλουμόχειλος (< πλουμί «στολίδι» + χειλος < χεῖλος), πρβλ. λαγώ χειλος, λεπτό χειλος] …   Dictionary of Greek

  • κωθωνόχειλος — κωθωνόχειλος, ον (Α) (για κύλικα) αυτός που έχει χείλη όμοια με εκείνα τού κώθωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. κώθων + χειλος (< χεῖλος), πρβλ. λαγώ χειλος, παχύ χειλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”